χαρούμενος

χαρούμενος
χαίρω
rejoice
fut part mid masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρούμενος — η, ο, Ν αυτός που χαίρεται, εύθυμος, γελαστός, κεφάτος. επίρρ... χαρούμενα με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω (πρβλ. χαρά, χάρμα) + κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ ούμενος, πετ ούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • χαρούμενος — η, ο επίρρ. α χαρωπός, φαιδρός, γεμάτος χαρά: Φύγαμε όλοι χαρούμενοι απ αυτή την επίσκεψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • -ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… …   Dictionary of Greek

  • άκοτος — ἄκοτος, ον (Α) [κότος] ο απαλλαγμένος από οργή, εύθυμος, χαρούμενος …   Dictionary of Greek

  • αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

  • αειχαρής — ἀειχαρής, ές (Μ) πάντοτε χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χαρὴς < ἔχάρην, αόρ. β τού χαίρω] …   Dictionary of Greek

  • ασυννέφιαστος — η, ο 1. (για τον ουρανό) ανέφελος, αίθριος, καθαρός 2. αυτός που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ή στενοχώριες, νηφάλιος 3. (για τη ζωή) ευτυχισμένος, χαρούμενος …   Dictionary of Greek

  • γηθόσυνος — γηθόσυνος, η, ον και ος, ον (Α) χαρούμενος, ευχαριστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω, ενώ κατ άλλους < γήθος (βλ. γηθοσύνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”